Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ολωσδιόλου
1 item total
ολωσδιόλου [olozδiólu] επίρρ. : σε καταφατική πρόταση επιτείνει τη μειωτική σημασία του όρου της πρότασης που ακολουθεί· εντελώς, τελείως: ~ ανίκανος / τεμπέλης / ηλίθιος. Είναι ~ εκτός κλίματος.

[λόγ. < μσν. φρ. όλως διόλου]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go