Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολονύκτιος -α -ο [oloníktios] & ολονύχτιος -α -ο [oloníxtios] Ε6 : που διαρκεί όλη τη νύχτα: Ολονύκτια συγκέντρωση / χαρτοπαιξία / διασκέδαση. Ολονύκτιο πάρτι / γλέντι.
[λόγ. < ελνστ. ὁλονύκτιος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]