Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοκληρώνω
1 εγγραφή
ολοκληρώνω [olokliróno] -ομαι Ρ1 μππ. ολοκληρωμένος* : 1. συμπληρώ νω κτ. έτσι ώστε να είναι πλήρες: H επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της. Ένα παιδί ολοκλήρωσε την ευτυχία του ζευγαριού. 2. εκφράζω κτ. με πληρότητα: ~ τη σκέψη / την άποψή μου. || Περιμένετε μέχρι να ολοκληρώσει ο ομιλητής και ύστερα θα εκθέσετε τις αντιρρήσεις σας, μέχρι να τελειώσει. Ολοκληρώστε, παρακαλώ, γιατί τελειώνει ο χρόνος, σε ομιλη τή, για να συντομεύσει.

[λόγ. < μσν. ολοκληρ(ώ) -ώνω < ολόκληρ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες