Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολιγωρία η [oliγoría] Ο25 : αμέλεια ή καθυστέρηση στη λήψη και ιδίως στην εκτέλεση αποφάσεων: Έδειξε ασυγχώρητη ~ και έχασε την προθεσμία.
[λόγ. < αρχ. ὀλιγωρία]