Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολιγωρία
1 εγγραφή
ολιγωρία η [oliγoría] Ο25 : αμέλεια ή καθυστέρηση στη λήψη και ιδίως στην εκτέλεση αποφάσεων: Έδειξε ασυγχώρητη ~ και έχασε την προθεσμία.

[λόγ. < αρχ. ὀλιγωρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες