Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οκτάμηνος
1 item total
οκτάμηνος -η -ο [oktáminos] & οχτάμηνος -η -ο [οxtáminos] Ε5 : που διαρκεί οχτώ μήνες: Οκτάμηνη φυλάκιση / πολιορκία. || (ως ουσ.) το οκτάμηνο & το οχτάμηνο, χρονικό διάστημα οχτώ μηνών.

[λόγ. < ελνστ. ὀκτάμηνος, αρχ. σημ.: `οχτώ μηνών΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go