Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οιωνοσκόπος
1 εγγραφή
οιωνοσκόπος ο [ionoskópos] Ο18 : μάντης που προέβλεπε το μέλλον παρατηρώντας τη συμπεριφορά ορισμένων πουλιών (πέταγμα, κραυγές κτλ.) ή διάφορα φαινόμενα στην ατμόσφαιρα (αστραπές, βροντές κτλ.).

[λόγ. < αρχ. οἰωνοσκόπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες