Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οινολόγος
1 item total
οινολόγος ο [inolóγos] Ο18 θηλ. οινολόγος [inolóγos] Ο35 : επιστήμονας ή εμπειροτέχνης που ασχολείται με την οινολογία.

[λόγ. < γαλλ. œnologue < œno(logie) = οινο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go