Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οίκτος ο [íktos] Ο18 : το συναίσθημα λύπης και συμπάθειας για κπ. που πάσχει ή που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση: Aιχμάλωτοι που επικαλούνται τον οίκτο των νικητών. Προτιμάει να προκαλεί το φθόνο παρά τον οίκτο. || Mόνο οίκτο μού προκαλεί η συμπεριφορά σου, λύπηση ανάμεικτη με περιφρόνηση.
[λόγ. < αρχ. οrκτος]