Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οικουμενικότητα η [ikumenikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του οικουμενικού· (πρβ. παγκοσμιότητα): H ~ του ρωμαϊκού κράτους / της τέχνης.
[λόγ. οικουμενικ(ός) -ότης > -ότητα]



