Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικονόμος
1 εγγραφή
οικονόμος ο [ikonómos] Ο18 θηλ. (συνήθ. στη σημ. 1) οικονόμος [ikonó mos] Ο35 & (συνήθ. στη σημ. 2) οικονόμα [ikonóma] Ο25α : 1α. αυτός που είναι επιφορτισμένος με τη διαχείριση τροφίμων και άλλων υλικών, ιδίως καταναλώσιμων, σε ένα ίδρυμα ή κοινότητα ανθρώπων: ~ του ορφανοτροφείου. Ο ~ του μοναστηριού, μοναχός που έχει αναλάβει αυτά τα καθήκοντα. || για μέλος του υπηρετικού προσωπικού: Ολόκληρο το προσωπικό του σπιτιού ήταν ένας κηπουρός και μια γριά ~. β. (εκκλ.) τίτλος που απονέμεται σε έγγαμο πρεσβύτερο. 2. (ως επίθ., για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από οικονομία στη χρήση των υλικών αγαθών. ANT σπάταλος: Είναι πολύ ~ και θα προκόψει. Πήρε οικονόμα γυναίκα, και τον έκανε νοικοκύρη.

[1α: αρχ. οἰκονόμος `διαχειριστής του οίκου΄ κατά την εξέλιξη της σημ. του οικονομώ & λόγ. < αρχ. οἰκονόμος· 1β: μσν. σημ.· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. économe (στη νέα σημ.) < υστλατ. oeconomus < μσν. οικονόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· οικονόμ(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες