Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικοδόμηση
1 εγγραφή
οικοδόμηση η [ikoδómisi] Ο33 : η ενέργεια του οικοδομώ. 1. (λόγ.) χτίσιμο ενός κτιρίου ή γενικά ενός κτίσματος. 2. (μτφ.) σταδιακή δημιουργία και ανάπτυξη μιας κατάστασης, μιας ιδέας ή μιας σχέσης, με συνδυασμένες ενέργειες και σε συνεργασία με άλλους: Mέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ανάμεσα σε δύο κράτη.

[λόγ. < αρχ. οἰκοδόμη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες