Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικοδομώ
1 εγγραφή
οικοδομώ [ikoδomó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. χτίζω ένα κτίριο ή γενικά ένα κτίσμα. 2. (μτφ.) δημιουργώ και αναπτύσσω σταδιακά, με συνδυασμένες ενέργειες και σε συνεργασία με άλλους, μια κατάσταση, μια ιδέα, μια σχέ ση κτλ.: Λαοί που οικοδομούν το σοσιαλισμό. Tα νιάτα οικοδομούν το μέλλον της πατρίδας.

[λόγ. < αρχ. οἰκοδομῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες