Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικοδομή
4 εγγραφές [1 - 4]
οικοδομή η [ikoδomí] Ο29 : κτίριο, συνήθ. πολυώροφο, που βρίσκεται στη φάση του χτισίματος ή έχει ήδη τελειώσει: Πηγαίνει κάθε μέρα στην ~ για να επιβλέπει την πορεία των εργασιών. Παλιά / καινούρια ~. Ο εργολάβος άφησε την ~ στη μέση. α. οικοδόμηση, χτίσιμο κτιρίου: Άδεια οικοδομής. β. κτίριο και ιδίως πολυκατοικία: Mένει σε ~ με πολλά / λίγα διαμερίσματα.

[λόγ. < ελνστ. οἰκοδομή]

οικοδόμημα το [ikoδómima] Ο49 : 1. γενική ονομασία για κάθε κτίριο: Iδιωτικό / δημόσιο ~. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ίχνη αρχαίου οικοδομήματος. 2. (μτφ.) το αποτέλεσμα του οικοδομώ2, κάθε δημιούργημα που είναι αποτέλεσμα σταδιακής και συνδυασμένης ομαδικής εργασίας: Tο κοινωνικό και πολιτικό ~. Tο ~ του κράτους / της Εκκλησίας. Έβαλε κι αυτός ένα λιθαράκι στο ~ της επιστήμης.

[λόγ. < αρχ. οἰκοδόμημα]

οικοδόμηση η [ikoδómisi] Ο33 : η ενέργεια του οικοδομώ. 1. (λόγ.) χτίσιμο ενός κτιρίου ή γενικά ενός κτίσματος. 2. (μτφ.) σταδιακή δημιουργία και ανάπτυξη μιας κατάστασης, μιας ιδέας ή μιας σχέσης, με συνδυασμένες ενέργειες και σε συνεργασία με άλλους: Mέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ανάμεσα σε δύο κράτη.

[λόγ. < αρχ. οἰκοδόμη(σις) -ση]

οικοδομήσιμος -η -ο [ikoδomísimos] Ε5 : που είναι κατάλληλος για χτίσιμο: Οικοδομήσιμη ξυλεία, που είναι κατάλληλη για τις οικοδομές. Οικοδομήσιμο οικόπεδο, στο οποίο σύμφωνα με το νόμο επιτρέπεται να χτιστεί κτίριο.

[λόγ. οικοδομη- (οικοδομώ) -σιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες