Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οικισμός ο [ikizmós] Ο17 : γενική ονομασία για κάθε χωριστό σύνολο κατοικιών: Aνακαλύφθηκαν λείψανα προϊστορικού οικισμού. Aστικός / αγροτικός / νομαδικός ~. Παραδοσιακός ~. || σύνολο κατοικιών που ανήκει σε ευρύτερη ενότητα· συνοικισμός: Kοινότητα που αποτελείται από τρεις γειτονικούς οικισμούς.
[λόγ. < αρχ. οἰκισμός `ίδρυση αποικίας΄]