Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οδοντόκρεμα
1 item total
οδοντόκρεμα η [oδondókrema] Ο27α : φαρμακευτικό παρασκεύασμα σε κατάσταση πολτού που συσκευάζεται σε σωληνάριο και χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των δοντιών και του στόματος· οδοντόπαστα: Παιδική ~.

[λόγ. οδοντο- + κρέμα μτφρδ. γερμ. Zahncreme]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go