Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οίστρος ο [ístros] Ο18 : 1. (ζωολ.) γένος δίπτερων εντόμων: Ο ~ του βοδιού / του προβάτου, έντομο που συνήθ. ενοχλεί τα βόδια / τα πρόβατα. Ο ~ του αλόγου, η αλογόμυγα. 2. (μτφ.) για συναισθηματική ένταση που χαρακτηρίζεται από έμπνευση, ενθουσιασμό ή δημιουργικότητα: Ποιητικός / δημιουργικός ~. Tραγουδάει με οίστρο. 3. (βιολ.) το σύνολο των φαινομένων που συνοδεύουν την ωορρηξία στις γυναίκες και τα θηλυκά θηλαστικά.
[λόγ. < αρχ. οrστρος `αλογόμυγα, κτ. που τρελαίνει, παράφρονο πάθος΄, ελνστ. σημ.: `ζήλος΄]