Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυράφι
3 εγγραφές [1 - 3]
ξυράφι το [ksiráfi] Ο44 : 1.η ξυριστική λεπίδα του κουρέα. ΦΡ (βρίσκεται) στην κόψη του ξυραφιού, για κρίσιμη ή επικίνδυνη κατάσταση που μπορεί να ανατραπεί κάθε στιγμή, να καταλήξει σε αποτυχία. έχει μυαλό ~ / το μυαλό του είναι ~, είναι πολύ έξυπνος. 2. ξυραφάκι.

[μσν. ξυράφι < ελνστ. ξυράφιον υποκορ. του αρχ. ξυρόν]

ξυραφιά η [ksirafxá] Ο24 : μικρή τομή μιας επιφάνειας, ιδίως του δέρματος, που γίνεται με ξυράφι: Είχε μια ~ στο πρόσωπο.

[ξυράφ(ι) -ιά]

ξυραφίζω [ksirafízo] -ομαι Ρ2.1 : κόβω με ξυράφι, κάνω ξυραφιές σε μια επιφάνεια: Tην ξυράφισε στο πρόσωπο για να την εκδικηθεί. Ξυράφισαν τις πολυθρόνες του σινεμά.

[ξυράφ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες