Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξυλόγλυπτο
1 item total
ξυλόγλυπτος -η -ο [ksilóγliptos] Ε5 : που είναι σκαλισμένος σε ξύλο: Ξυλόγλυπτη παράσταση. || Ξυλόγλυπτη κασέλα, που έχει ξυλόγλυπτες παραστάσεις. || (ως ουσ.) το ξυλόγλυπτο, έργο γλυπτό επάνω σε ξύλο.

[λόγ. < ελνστ. ξυλόγλυπτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go