Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξιφομαχώ
1 εγγραφή
ξιφομαχώ [ksifomaxó] Ρ10.9α : μάχομαι με ξίφος.

[λόγ. ξιφομάχ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες