Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξεσαλώνω
1 item total
ξεσαλώνω [ksesalóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) προκαλώ σε κπ. υπερδιέγερση, συνήθ. ύστερα από γλέντι, ξεφάντωμα, χαρούμενη φασαρία: Ξεσαλώθηκε / ξεσάλωσε το παιδί από το πολύ παιχνίδι. || (επέκτ.) γλεντώ, ξεφαντώνω: Πού θα ξεσαλώσουμε φέτος τις Aπόκριες;

[ξε- ελνστ. σαλ(ός) `χαζός, βλάκας΄ -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go