Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ξερόλας ο [kserólas] Ο2 θηλ. ξερόλα [kseróla] Ο25α : (προφ.) αυτός που κάνει ότι τα ξέρει όλα, που παριστάνει τον έξυπνο.
[φρ. (τα) ξέρ(ει) όλα -ς· ξερόλ(ας) -α]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[φρ. (τα) ξέρ(ει) όλα -ς· ξερόλ(ας) -α]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |