Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεροσφύρι
1 εγγραφή
ξεροσφύρι το [kserosfíri] Ο44α : α.(συνήθ. ως επίρρ.) για κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού, κυρίως κρασιού ή ούζου, που δε συνοδεύεται από φαγητό ή μεζέ: Έτσι ~ θα το πιείτε το κρασί; θα σας πειράξει. β. (προφ.) για ποσότητα οινοπνευματώδους ποτού, κυρίως κρασιού ή ούζου, που πίνεται ξεροσφύρι: Ήπιε πέντ΄ έξι ξεροσφύρια και τον πείραξε.

[ξερο- + σφυρ(ί) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες