Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξερνώ
1 εγγραφή
ξερνώ [ksernó] Ρ10.4α αόρ. ξέρασα, απαρέμφ. ξεράσει, μππ. ξερασμένος : 1.(οικ.) κάνω εμετό. || Άρχισε να ξερνάει αίμα. (έκφρ.) μου ΄ρχεται να ξεράσω, για κπ. ή για κτ. που προκαλεί αηδία και αποστροφή. ΦΡ είναι να ξερνάς (καλαπόδια), για αίσθηση αηδίας. ~ τ΄ άντερά* μου. 2. (μτφ.) α. για κτ. που εκτοξεύεται με ορμή και συνήθ. φέρνει την καταστροφή: Tα πολυβόλα ξερνούσαν φωτιά. Tο ηφαίστειο ξερνούσε καπνούς και λά βα. β. για ό,τι η θάλασσα εκβράζει: Tους ξέρασε το κύμα στην ακρογιαλιά. γ. για επιχρίσματα, χρωματισμούς κτλ. που αλλοιώνονται από υγρασία: Ξέρασε ο τοίχος. δ. (λαϊκ.) λέω σε κπ. όσα δεν έπρεπε να του πω: Tα ξέρασε όλα στον ανακριτή, μαρτύρησε, ομολόγησε ύστερα από άσκηση βίας. Άνοιξε το στόμα του και τι δεν ξέρασε!, για βρισιές ή χυδαίες κατηγορίες.

[μσν. ξερνώ < αρχ. ἐξερῶ (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. -νώ (σύγκρ. περώ > περνώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες