Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεπατικωτούρα η [ksepatikotúra] Ο25α : (ειρ., προφ.) 1. πιστή αντιγραφή μιας παράστασης, ενός σχεδίου με τη βοήθεια ειδικού χαρτιού, το οποίο επιτρέπει να διακρίνονται όλες οι λεπτομέρειες του πρωτοτύπου· πατιτούρα: Έκανε ~ το χάρτη και τον παρουσίασε για δικό του. 2. (μτφ.) αποτυχημένη απομίμηση άλλων προτύπων: Έκανε ~ όλες τις τελευταίες δημοσιεύσεις και γι΄ αυτό η ανακοίνωσή του δεν είχε επιτυχία.
[ξεπατικώ(νω) -τούρα κατά το πατιτούρα]