Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξενοδοχείο
1 item total
ξενοδοχείο το [ksenoδoío] Ο39 : οίκημα με επιπλωμένα δωμάτια, το οποίο λειτουργεί ως επιχείρηση και προσφέρει, με πληρωμή, στο κοινό ύπνο με ή χωρίς φαγητό: ~ A', B', Γ' κατηγορίας. ~ πολυτελείας. Iδιοκτήτης / διευθυντής ξενοδοχείου. || Δεν μπορέσαμε να βρούμε ~, ελεύθερο δωμάτιο σε ξενοδοχείο. || ~ το έχεις κάνει το σπίτι· έρχεσαι μόνο για έναν ύπνο το βράδυ.

[λόγ. < ελνστ. ξενοδοχεῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go