Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξενιτεύομαι
1 item total
ξενιτεύομαι [ksenitévome] Ρ5.2β : φεύγω από τη χώρα μου και εγκαθίσταμαι σε ξένο τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνήθ. λόγω πιεστικής οικονομικής ή άλλης ανάγκης· (πρβ. μεταναστεύω): Στο χωριό μας ξενιτεύονται από μικρά παιδιά. Δεν μπορούσε να βρει δουλειά και αναγκάστηκε να ξενιτευτεί. Είχε ένα γιο ξενιτεμένο στην Aυστραλία. || (μππ. ως ουσ.) ο ξενιτεμένος: Ο καημός του ξενιτεμένου.

[μσν. ξενιτεύομαι < ελνστ. ενεργ. ξενιτεύω `ζω στα ξένα΄ (αρχ. ξενιτεύομαι `υπηρετώ ως μισθοφόρος΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go