Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεμπουκάρω
1 εγγραφή
ξεμπουκάρω [ksebukáro] Ρ6α : (οικ.) εμφανίζομαι αιφνίδια και ορμητικά, συνήθ. μέσα από ένα στενό άνοιγμα.

[μσν. ξεμπουκάρω < ξε- μπουκάρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες