Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκατινιάζω
1 εγγραφή
ξεκατινιάζω [ksekatinázo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) 1α. καταπονώ τη ράχη ανθρώπου ή ζώου. β. (γενικότ.) κουράζω κπ. υπερβολικά. 2. ξεχαρβαλώνω1.

[ξε- κατίν(α) `ραχοκοκαλιά΄ -ιάζω, κατίνα < ελνστ. κατήνα `αλυσίδα΄ (από την ομοιότητα της ραχοκοκαλιάς προς την αλυσίδα) < λατ. catena (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες