Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκίνημα
1 εγγραφή
ξεκίνημα το [ksekínima] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξεκινώ. 1. η αναχώρη ση. 2. η αρχή: Kάναμε ένα καινούριο ~. Στο ~ της δουλειάς. Στο ~ της ζωής του συνάντησε πολλές δυσκολίες.

[ξεκινη- (ξεκινώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες