Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξεθάβω
1 item total
ξεθάβω [kseθávo] -ομαι Ρ4 : ANT θάβω. 1α. κάνω εκταφή (νεκρού ή οστών). β. βγάζω κτ. που ήταν θαμμένο, χωμένο μέσα στη γη: Ο σκύλος ξέθαψε ένα μεγάλο κόκαλο. Πήγαν να ξεθάψουν τον κρυμμένο θησαυρό. 2. (μτφ.) ανακαλύπτω και χρησιμοποιώ ξανά κτ. ξεχασμένο, κτ. που έχει περιπέσει σε αχρηστία από καιρό: Ξέθαψα από το μπαούλο ένα θαυμάσιο παλιό φουστάνι. Ξεθάφτηκε ο παλιός αντεργατικός νόμος. Ξέθαψαν ένα παλιό σκάνδαλο. || Aπό πού την ξέθαψες αυτή την ιστορία;

[αρχ. ή ελνστ. ἐκθάπτω (ἐκ- > ξε-) μεταπλ. -βω (σύγκρ. ανάπτω > ανάβω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go