Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεζεύω
1 εγγραφή
ξεζεύω [ksezévo] -ομαι Ρ5.2 : λύνω ένα ζώο από το ζυγό. ANT ζεύω: ~ τα άλογα / τα βόδια.

[μσν. ξεζεύω < ξε- ζεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες