Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεδοντιάρης
1 εγγραφή
ξεδοντιάρης -α -ικο [kseδondjáris] Ε9 : (οικ.) που του έπεσαν τα δόντια· φαφούτης: Γέρος ~ / γριά ξεδοντιάρα, ξεδοντιασμένος. || για παιδάκι, την εποχή που αλλάζει τα δόντια του. || (ως ουσ.).

[ξε- δόντ(ι) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες