Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξαναπιάνω
1 item total
ξαναπιάνω [ksanapxáno] -ομαι Ρ αόρ. ξανάπιασα και ξαναέπιασα, απαρέμφ. ξαναπιάσει, παθ. αόρ. ξαναπιάστηκα, απαρέμφ. ξαναπιαστεί, μππ. ξαναπιασμένος : πιάνω ξανά: Mην το ξαναπιάσεις στα χέρια σου. Tον ξανάπιασε η αστυνομία. Tην ξανάπιασαν οι πόνοι. Ξανάπιασε φιλενάδα. Ξαναπιάστηκε στην παγίδα. Δεν ξαναπιάνομαι κορόιδο. Ξαναπιάστηκε η μέση μου / ξαναπιάστηκα.

[μσν. ξαναπιάνω < εξαναπιάνω (εξανα > ξανα-)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go