Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξένοιαστος -η -ο [ksénastos] & ξέγνοιαστος -η -ο [kséγnastos] Ε5 : που δεν έχει έγνοιες και φροντίδες, αμέριμνος: Ξένοιαστη ζωή. Zει ~ και ευτυχισμένος.
ξένοιαστα & ξέγνοιαστα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~ το καλοκαίρι. [μσν. ξένοιαστος < ξενοιασ- (ξενοιάζω) -τος· μσν. ξέγνοιαστος < ξεγνοιασ- (ξεγνοιάζω) -τος]