Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξέγνοιαστος
1 εγγραφή
ξένοιαστος -η -ο [ksénastos] & ξέγνοιαστος -η -ο [kséγnastos] Ε5 : που δεν έχει έγνοιες και φροντίδες, αμέριμνος: Ξένοιαστη ζωή. Zει ~ και ευτυχισμένος. ξένοιαστα & ξέγνοιαστα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~ το καλοκαίρι.

[μσν. ξένοιαστος < ξενοιασ- (ξενοιάζω) -τος· μσν. ξέγνοιαστος < ξεγνοιασ- (ξεγνοιάζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες