Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξάρτι το [ksárti] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : τα σκοινιά που συγκρατούν τα κατάρτια και τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου.
[μσν. ξάρτι(ον) < εξάρτιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων., ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἐξάρτιος `σκοινί κατάλληλο για κρέμασμα΄]



