Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυκτος
1 εγγραφή
νυκτός -ή -ό [niktós] Ε1 : για μουσικό όργανο που παίζεται με πένα.

[λόγ. < αρχ. νυκ- (νύσσω) `αγγίζω με οξύ αντικείμενο΄ -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες