Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντε
52 εγγραφές [1 - 10]
δερβέναγας ο [δervénaγas] & ντερβέναγας ο [dervénaγas] Ο6 : 1. επί Tουρκοκρατίας ο επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος, ο οποίος φρουρούσε τα στενά περάσματα, τα δερβένια. 2. άνθρωπος που συμπεριφέρεται με τρόπο αυταρχικό.

[ντερ-: ντερβέν(ι) (δες δερβένι) + αγάς· δερβ-: λόγ. επίδρ.]

δερβίσης ο [δervísis] & ντερβίσης ο [dervísis] Ο11 : 1. ονομασία μουσουλμάνου μοναχού που ζει σε ειδικά ασκητικά κέντρα, τους τεκέδες. 2. (λαϊκ.) ο λεβέντης, συνήθ. ως προσφώνηση.

[ντερ-: τουρκ. derviş `φτωχός, αφοσιωμένος στο Θεό΄ -ης < περσ. darvēsh `ζητιάνος΄· δερ-: λόγ. επίδρ.]

δερβίσικος -η -ο [δervísikos] & ντερβίσικος -η -ο [dervísikos] Ε5 : 1. που αναφέρεται στο δερβίση. 2. (λαϊκ.) λεβέντικος: Δερβίσικα λόγια.

[δερβίσ(ης), ντερβίσ(ης) -ικος]

ντε [dé] μόριο : (προφ.) χρησιμοποιείται επιφωνηματικά. I1α. με προστακτική, επιτείνει την έννοια της προστακτικής και συγχρόνως δηλώνει τη δυσφορία ή την αγανάκτηση του ομιλητή για τη συμπεριφορά αυτού προς τον οποίο απευθύνεται: Πήγαινε ~ μην καθυστερείς. Άντε ~ κουνήσου! Έλα ~ βιάσου! Άσε με ~ μη με σπρώχνεις. || με έννοια απειλής: Έλα ~ ορκίσου, αν σου βαστά. β. με οριστική, δηλώνει τη με δυσφορία συγκατάνευση του ομιλητή στην επίμονη απαίτηση ή συμβουλή του άλλου: Άκουσες τι σου είπα; - Άκουσα ~ / καλά ~. Mην ξεχάσετε να τηλεφωνήσετε. - Οχ, καλά ~ μας το είπες. 2. ο ομιλητής: α. δηλώνει ελαφρά αγανάκτηση για την αδικαιολόγητη άγνοια ή απορία του συνομιλητή του: Γιατί χρειάζεσαι και άλλα ράφια; - Για τα καινούρια βιβλία ~. || ΦΡ ~ και καλά, οπωσδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο· σώνει και καλά: Θέλει ~ και καλά να τον πάρουμε μαζί μας. β. άντε ~ / έλα ~ / έλα μου ~, δηλώνει ότι συμμερίζεται τη λαχτάρα, την απορία ή το θαυμασμό του συνομιλητή του: Kαλά θα ήταν να πετύχει στις εξετάσεις. - Έλα ~! Aπορώ πού βρήκαν τόσα λεφτά. - Έλα ~, (πού τα βρήκαν), πραγματικά αυτό λέω κι εγώ. Πώς ζουν με τόσο λίγα χρήματα; - Άντε ~! γ. έτσι ~, δηλώνει την ικανοποίησή του, γιατί γίνεται κάτι που επιθυμεί πολύ ή που ήταν φυσικό να γίνει: Δώστε τα χέρια. Έτσι ~, τώρα με κάνετε ευτυχισμένο. Xτύπησε το πόδι του. Έτσι ~ καλά να πάθει, αφού περπατά ξυπόλυτος. II. επιφώνημα που χρησιμοποιούμε για να παρακινήσουμε ένα ζώο, άλογο, μουλάρι ή γάιδαρο να προχωρήσει.

[τουρκ. (διαλεκτ.) de]

ντε γιούρε [dé júre] επίρρ. τροπ. : η αναγνώριση μιας πολιτικής κατάστασης που έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. ANT ντε φάκτο: H αναγνώριση του νεοελληνικού κράτους έγινε ντε φάκτο και ~.

[λόγ. < νλατ. de jure < λατ. πρόθ. de + jure αφαιρετική της λ. jus `δίκαιο΄]

ντε πιες το [depxés] Ο (άκλ.) : α.γυναικείο ρούχο που αποτελείται από δύο κομμάτια από το ίδιο ύφασμα, δηλαδή φούστα και ζακέτα ή μπλού ζα ή γιλέκο. β. γυναικείο μαγιό που αποτελείται από δύο κομμάτια, δηλαδή σουτιέν και κιλότα· (πρβ. μπικίνι).

[λόγ. < γαλλ. deux-pièces]

ντε φάκτο [dé fákto] επίρρ. τροπ. : η αναγνώριση από ξένες κυβερνήσεις μιας πολιτικής κατάστασης, από το γεγονός και μόνο ότι έχει επικρατήσει και ότι αποτελεί πραγματικότητα. ANT ντε γιούρε: H ~ αναγνώριση του δικτατορικού καθεστώτος. || (επέκτ.) η αποδοχή κάθε διαμορφωμένης κατάστασης, ανεξάρτητα αν τη θεωρούμε ή όχι νόμιμη και δίκαιη.

[λόγ. < νλατ. de facto < λατ. πρόθ. de + facto αφαιρετική της λ. factum `πράξη, γεγονός΄]

ντεγκραντέ [degradé] Ε (άκλ.) : για μαλλιά που είναι κομμένα σε σκάλες, σε διαφορετικά μήκη: Kούρεμα ~. || (ως ουσ.) το ντεγκραντέ: Tης πάει το ~. || (ως επίρρ.): Kουρεύτηκε / μαλλιά κομμένα ~.

[λόγ. < γαλλ. dégradé `για βαθμιαία αλλαγή απόχρωσης΄]

ντεζαμπιγέ [dezabijé] (άκλ.) : α.(ως ουσ.) ελαφρό και αρκετά πολυτελές γυναικείο ρούχο, σαν ρόμπα, που φοριέται στο σπίτι. || (ως επίθ.). β. (ως επίρρ.): Ήταν ντυμένη ~, με ντεζαμπιγέ ρούχα.

[λόγ. < γαλλ. déshabillé]

ντεκαπάζ το [dekapáz] Ο (άκλ.) : αποχρωματισμός βαμμένων κυρίως μαλλιών, για να τα ξαναβάψουν με βαφή άλλου χρώματος.

[λόγ. < γαλλ. décapage]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες