Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νταβατζής
1 εγγραφή
νταβατζής ο [davadzís] Ο8 : (λαϊκ.) προστάτης και κυρίως εκμεταλλευτής κοινών γυναικών.

[τουρκ. davacι `κατήγορος, συνήγορος΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες