Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ντέρμπι
1 item total
ντέρμπι το [dérbi] Ο (άκλ.) : α.ιπποδρομίες, συνήθ. τρίχρονων καθαρόαιμων αλόγων. β. ποδοσφαιρική ή άλλη αθλητική συνάντηση συνήθ. ανάμεσα σε μεγάλες ομάδες: Tοπικό ~. ~ κορυφής / ουραγών.

[λόγ. < αγγλ. derby < ανθρωπων. Derby (όν. Άγγλου κόμη που το ίδρυσε)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go