Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νομοδιδάσκαλος
1 item total
νομοδιδάσκαλος ο [nomoδiδáskalos] Ο19 : χαρακτηρισμός νομοθέτη που έχει βαθιά γνώση των νόμων.

[λόγ. < ελνστ. νομοδιδάσκαλος `διδάσκαλος του μωσαϊκού νόμου΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go