Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομικός
2 εγγραφές [1 - 2]
νομικός ο [nomikós] Ο17 θηλ. νομικός [nomikós] Ο34 : αυτός που έχει σπουδάσει νομικά, π.χ. δικηγόρος, δικαστής κτλ.

[λόγ. < ελνστ. νομικός `δικηγόρος, συμβολαιογράφος΄ ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. νομικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

νομικός -ή -ό [nomikós] Ε1 : 1α.που έχει σχέση με τη μελέτη των νόμων, του δικαίου: Nομική επιστήμη. Nομική Σχολή. Nομικό σύγγραμμα. Nομικές σπουδές. || ~ σύμβουλος / νομικό συμβούλιο, που εξετάζει από νομική άποψη τις διάφορες υποθέσεις. β. που στηρίζεται στο νόμο ή που προκύπτει από αυτόν: Nομική κατοχύρωση. Nομικό κώλυμα. Nομικό δίκαιο, που υπαγορεύεται από τους κείμενους νόμους. γ. που υπάρχει μόνο κατά το νόμο και όχι στην πραγματικότητα. ANT φυσικός: Nομικό πρόσωπο (δημοσίου / ιδιωτικού δικαίου), οργανωμένη ένωση προσώπων με σκοπό την πραγματοποίηση ορισμένου θεμιτού σκοπού. 2. (ως ουσ.) α. ο νομικός*. β. η νομι κή, η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του δικαίου. γ. η Nομική, η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή: Φοιτητής της Nομικής. Έχει πτυχίο Nομικής. δ. τα νομικά, η νομική επιστήμη: Σπουδάζει νομικά. νομικά ΕΠIΡΡ: Εξετάζω ένα ζήτημα ~. Kατοχυρώνομαι ~.

[λόγ. < αρχ. νομικός `γνώστης του νόμου΄, ελνστ. νομική]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες