Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομίατρος
1 εγγραφή
νομίατρος ο [nomíatros] Ο19 θηλ. νομίατρος [nomíatros] Ο36 : γιατρός που είναι τοποθετημένος στην έδρα νομού και που είναι υπεύθυνος για τη δημόσια υγεία: Διορίστηκε ~.

[λόγ. νομ(ο)- 2 + -ιατρος μτφρδ. γαλλ. médecin de département· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες