Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοητ
2 εγγραφές [1 - 2]
νοητικός -ή -ό [noitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νόηση: Nοητική ανεπάρκεια / καθυστέρηση / υστέρηση, διανοητική. Nοητικές λειτουργίες / ικανότητες. νοητικά ΕΠIΡΡ: Άτομα που υστερούν ~, που η νοημοσύνη τους είναι κάτω από το φυσιολογικό όριο.

[λόγ. < αρχ. νοητικός]

νοητός -ή -ό [noitós] Ε1 : 1.που μπορούμε να τον συλλάβουμε μόνο με το νου, με τη φαντασία και όχι με τις αισθήσεις· ιδεατός: Ο άξονας της γης είναι ένας ~ άξονας. Ο μεσημβρινός της γης είναι μία νοητή γραμμή. Ο ~ κόσμος. ANT πραγματικός. || (ως ουσ.) το νοητό. ANT αισθητό. 2. για κτ. που μπορεί να το καταλάβει, να το φανταστεί κανείς, συνήθ. όταν θέτουμε κτ. άλλο ως προϋπόθεση: H τεχνική εκπαίδευση δεν είναι νοητή χωρίς πρακτική άσκηση. Δεν είναι νοητό να έχουμε δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις, είναι αδιανόητο.

[λόγ. < αρχ. νοητός `που μπορεί να γίνει αντιληπτός με το νου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες