Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νικέλιο
2 εγγραφές [1 - 2]
νικέλιο το [nikélio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο από τα μέταλλα, που έχει αργυρόλευκο χρώμα και που είναι ανοξείδωτο σε κανονική θερμοκρασία.

[λόγ. νίκελ -ιον]

νικελιούχος -ος / -α -ο [nikeliúxos] Ε14 : που περιέχει νικέλιο: ~ χαλκός. Nικελιούχα μεταλλεύματα.

[λόγ. νικέλι(ον) + -ούχος απόδ. γαλλ. nickéli fère]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες