Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νησιώτης
1 εγγραφή
νησιώτης ο [nisxótis] Ο10 θηλ. νησιώτισσα [nisxótisa] Ο27 : αυτός που γεννήθηκε και ζει σε νησί ή που κατάγεται από νησί: Οι Έλληνες νησιώτες. Είναι νησιώτισσα.

[νησ(ί) -ιώτης· νησιώτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες