Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεύμα
1 εγγραφή
νεύμα το [névma] Ο49 : τυποποιημένη κίνηση συνήθ. του κεφαλιού ή των ματιών, για να δηλώσουμε σε κπ. συνήθ. την άρνηση ή τη συγκατάθεσή μας, χωρίς να μιλήσουμε: Ένα ~ του αρκεί για να τον υπακούσουν όλοι. Mου έκανε ~ να σταματήσω. || σύστημα επικοινωνίας που χρησιμοποιεί τις κινήσεις των χεριών, των ματιών, του στόματος, των φρυδιών, των ώμων κτλ. και αντικαθιστά τον προφορικό λόγο: Σύστημα νευμάτων για κωφαλάλους.

[λόγ. < αρχ. νεῦμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες