Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεόδμητη
1 εγγραφή
νεόδμητος -η -ο [neóδmitos] Ε5 : (λόγ.) νεόχτιστος: Nεόδμητη οικοδομή. Nεόδμητο διαμέρισμα.

[λόγ. < αρχ. νεόδμητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες