Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεφέλη
1 εγγραφή
νεφέλη η [neféli] Ο30 : (λόγ., λογοτ.) σύννεφο.

[λόγ. < αρχ. νεφέλη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες