Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νεολογία
1 item total
νεολογία η [neolojía] Ο25 : (γλωσσ.) η διαδικασία, το φαινόμενο της δημιουργίας και χρήσης νέων λέξεων.

[λόγ. < γαλλ. néologie < néo- = νεο- + αρχ. λόγ(ος) -ie = -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go