Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεοελληνικός -ή -ό [neoelinikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στους νεότερους Έλληνες ή στη νεότερη Ελλάδα: ~ πολιτισμός. Nεοελληνική γλώσσα / λογοτεχνία / ιστορία. Nεοελληνικό κράτος. || που αναφέρεται στη νεοελληνική γλώσσα ή στο νεοελληνικό πολιτισμό: Nεοελληνική γραμματική / κλίση. Nεοελληνικές σπουδές. 2. (ως ουσ.) η νεοελληνική, τα νεοελληνικά, η νέα ελληνική γλώσσα, τα νέα ελληνικά.
νεοελληνικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. Νεοέλλην (δες στο Nεοέλληνας) -ικός μτφρδ. γαλλ. néo-grec (néo- = νεο-)]



